παραμυθάς

παραμυθάς
ο
πληθ. -άδες, θηλ. παραμυθού πληθ. -ούδες, αυτός που λέει πολλά παραμύθια, ο ψεύτης, ο πλάνος: Όλο θα, και θα, και θα, πάψε, βρε παραμυθά (λαϊκό τραγ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παραμυθάς — ο, θηλ. παραμυθού 1. άτομο προικισμένο με την ικανότητα να αφηγείται παραμύθια με ωραίο τρόπο 2. αυτός που έχει ως επάγγελμα τη συγγραφή και τη διήγηση παραμυθιών, μυθογράφος 3. αυτός που συνηθίζει να διηγείται φανταστικές και ψεύτικες ιστορίες… …   Dictionary of Greek

  • παραμυθατζής — ο, θηλ. παραμυθατζού 1. παραμυθάς 2. ψευταράκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραμύθι / παραμυθάς + κατάλ. τζής (πρβλ. καφε τζής)] …   Dictionary of Greek

  • Dimitris Nikolaidis — For other uses, see Nikolaidis. Dimitris Nikolaidis Born 1922 Asia Minor (now Turkey) Died January 1993 Athens, Greece …   Wikipedia

  • Marika Krevata — Marika Kotopouli Μαρίκα Κρεβατά Born 1910 Athens, Greece Died September 14, 1994 …   Wikipedia

  • γεμιτζής — ο 1. παλιός, έμπειρος ναυτικός 2. ειρων. αυτός που δεν έχει σχέση με τη θάλασσα 3. ειρων. ο κομπαστής, ο παραμυθάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. gemici «ναυτικός»] …   Dictionary of Greek

  • γκάουτσο — (gaucho).Λέξη άγνωστης προέλευσης με την οποία χαρακτηρίζονται οι άνθρωποι των πάμπα,των απέραντων πεδιάδων της Νότιας Αμερικής. Απόγονος των Ισπανών που κατέκτησαν και αποίκισαν αυτές τις περιοχές, ο γ. συχνά προερχόταν από επιμειξίες με τους… …   Dictionary of Greek

  • μπούρδας — και μπουρδιάς, ο [μπούρδα] 1. φλύαρος, πολυλογάς 2. ανόητος, χαζός 3. ψεύτης, παραμυθάς 4. καυχησιολόγος …   Dictionary of Greek

  • μυθολόγος — ο (ΑΜ μυθολόγος) αυτός που διηγείται μύθους, παλαιές ιστορίες και παραδόσεις νεοελλ. αυτός που ασχολείται επιστημονικά με τη μυθολογία (μσν. αρχ.) αυτός που πλάθει με τη φαντασία του και διηγείται ψεύτικες ιστορίες, ο παραμυθάς αρχ. 1. ως επίθ.… …   Dictionary of Greek

  • παραμυθολογάς — ο, θηλ. παραμυθολογού παραμυθάς, παραμυθολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραμυθολόγος + κατάλ. άς) …   Dictionary of Greek

  • παραμυθού — η βλ. παραμυθάς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”